δημιούργημα
Προφορά
Ετυμολογία
δημιούργημα μεταγενέστερη ελληνική δημιούργημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δημιούργημα
✦ έργο καλλιτεχνικό, καλλιτέχνημα
✦ έργο, κατασκεύασμα, πλάσμα: είναι δημιούργημα της τύχης – φρ. δημιούργημα της φαντασίας σου (του), αβάσιμες υποψίες, ανυπόστατες σκέψεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–