δήμιος
Προφορά
Ετυμολογία
δήμιος αρχαία ελληνική επίθετο δήμιος (ενν. δοῦλος) (= δημόσιος υπάλληλος για εκτελέσεις καταδίκων)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δήμιος
✦ ο εκτελεστής θανατικής ποινής
✦ φονιάς
✦ βασανιστής, άνθρωπος αιμοβόρος
Συνώνυμα
μπόγιας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–