δεσμεύω
Προφορά
Ετυμολογία
δεσμεύω αρχαία ελληνική δεσμεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δεσμεύω
✦ περιορίζω την ελεύθερη ενέργεια με όρκο, έγγραφο κτλ.
✦ δεσμεύομαι, εμποδίζομαι από ηθική ή άλλη υποχρέωση: δεσμεύτηκε με το λόγο της τιμής του (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–