δεσμιδωτός


δεσμιδωτός
Προφορά

Ετυμολογία
δεσμιδωτός δεσμίδα

Ερμηνεία
επίθετο┘ δεσμιδωτός -ή, -ό

✦ αυτός που έχει σχήμα δεσμίδας
✦ ο συσκευασμένος κατά δεσμίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.