δερμοαντίδραση
Προφορά
Ετυμολογία
δερμοαντίδραση δερμο- + αντίδραση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δερμοαντίδραση
✦ (ιατρ.) φλεγμονώδης τοπική δερματική αντίδραση που προκαλείται από την εισαγωγή στο δέρμα αλλεργιογόνου ουσίας ή μικροβιακής τοξίνης για να εξακριβωθεί η αιτία της ευαισθητοποίησης κάποιου ή να διαγνωσθεί νόσος (π.χ. φυματίωση)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–