δερματουργικός


δερματουργικός
Προφορά

Ετυμολογία
δερματουργικός αρχαία ελληνική δερματουργικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δερματουργικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δερματουργία ή το δερματουργό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.