δερματοειδής


δερματοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
δερματοειδής δέρμα, -ατος + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δερματοειδής -ής, -ές

✦ αυτός που μοιάζει με δέρμα, που έχει την υφή ή τη σύσταση δέρματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.