δερβέναγας
Προφορά
Ετυμολογία
δερβέναγας δερβένι + αγάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δερβέναγας
✦ επί τουρκοκρατίας, αρχηγός ενόπλων που φρουρούσαν τα περάσματα στα βουνά
✦ (μτφ. ) άνθρωπος τυραννικός
Συνώνυμα
σατράπης, τσαούσης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–