δεξαμενή
Προφορά
Ετυμολογία
δεξαμενή αρχαία ελληνική δεξαμενή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δεξαμενή
✦ τεχνικό έργο για αποθήκευση νερού ή άλλων υγρών
✦ χώρος σε ναυπηγείο, ναύσταθμο ή λιμάνι, όπου οδηγούνται τα πλοία για επισκευή, καθαρισμό κτλ
Συνώνυμα
στέρνα, χαβούζα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–