δενδρώνας


δενδρώνας
Προφορά

Ετυμολογία
δενδρώνας μεταγενέστερη ελληνική δενδρών, -ῶνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δενδρώνας

✦ τόπος γεμάτος δέντρα, δάσος, άλσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.