δίμετρος


δίμετρος
Προφορά

Ετυμολογία
δίμετρος μεταγενέστερη ελληνική δίμετρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίμετρος -η, -ο

✦ αυτός που έχει μήκος ή ύψος δύο μέτρων
✦ (για στίχο) ο αποτελούμενος από δύο μέτρα
✦ (μουσ.) που εκτείνεται σε δύο μέτρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.