δέσμη


δέσμη
Προφορά

Ετυμολογία
δέσμη αρχαία ελληνική δέσμη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δέσμη

✦ σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με δέσιμο
✦ ανθοδέσμη, μπουκέτο: σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό (Κ. Καρυωτάκης)
✦ (ειδ.) σύνολο ακτίνων από την ίδια φωτεινή πηγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.