γόνατο
Προφορά
Ετυμολογία
γόνατο γόνατα, πληθ. του αρχαίου ελληνικού γόνυ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γόνατο
✦ η άρθρωση που συνδέει το μηρό με την κνήμη)
✦ φρ. πέφτω στα γόνατα κάποιου, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον – μου λύθηκαν (κόπηκαν) τα γόνατα, καταβλήθηκα, κατέρρευσα από βάρος ή οδύνη – γραμμένο στο γόνατο, προχειρογραμμένο κείμενο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–