γονατιστός


γονατιστός
Προφορά

Ετυμολογία
γονατιστός γονατίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ γονατιστός -ή, -ό

✦ ο πεσμένος στα γόνατα: πέφτανε γονατιστοί κι όσοι μπορούσαν του φιλούσανε τα σκονισμένα πόδια (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ ο σε στάση γονυκλισίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
γονατιστά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.