γυμνισμός


γυμνισμός
Προφορά

Ετυμολογία
γυμνισμός γυμνός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γυμνισμός

✦ φυσιολατρική αντίληψη, που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.