γονοφόρος


γονοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
γονοφόρος γόνος + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ γονοφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που φέρει γόνο, σπέρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.