γονιμοποιός


γονιμοποιός
Προφορά

Ετυμολογία
γονιμοποιός γόνιμος + ποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ γονιμοποιός -ός, -ό

✦ αυτός που κάνει κάτι γόνιμο: γονιμοποιός γύρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.