γονίδιο
Προφορά
Ετυμολογία
γονίδιο αρχαία ελληνική γόνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γονίδιο
✦ στοιχείο του χρωματοσώματος με το οποίο εξασφαλίζεται η μεταβίβαση των χαρακτήρων κάθε είδους από τους γονείς στους απογόνους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–