γομάρι
Προφορά
Ετυμολογία
γομάρι μεσαιωνική ελληνική γομάριν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γομάρι
✦ φορτίο, φόρτωμα
✦ (ειδ.) φορτίο γαϊδουριού: κουβαλήσανε δυο γομάρια κοπριά
✦ το γαϊδούρι
✦ (μτφ. ) κτήνος, αναίσθητος: από τέτοιο γομάρι, τι περιμένεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–