γιατροπορεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
γιατροπορεύομαι γιατρός + πορεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γιατροπορεύομαι
✦ θεραπεύομαι με πρόχειρα μέσα
✦ εύχρ. κ. το ενεργητ. γιατροπορεύω, φροντίζω, θεραπεύω κάποιον, ιδ. με πρόχειρα μέσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–