γινωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
γινωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος γίνομαι
Ερμηνεία
γινωμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για καρπούς) ώριμος
✦ ο πλήρως ανεπτυγμένος: γινωμένο κορμί
✦ καμωμένος, ψημένος: το φαγητό είναι από ώρα γινωμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–