γιασεμόλαδο
Προφορά
Ετυμολογία
γιασεμόλαδο γιασεμί + λάδι• └τουρκ┘yasemin yagi
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γιασεμόλαδο
✦ αιθέριο έλαιο από τα άνθη του γιασεμιού, ιασμέλαιο: οι γυναίκες αλείφουν τα μαλλιά τους με το γιασεμόλαδο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–