γεντέκι
Προφορά
Ετυμολογία
γεντέκι └τουρκ┘yedek (= καπίστρι, σκοινί για ρυμούλκηση)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γεντέκι
✦ το σκοινί με το οποίο σύρονται ή ρυμουλκούνται πλεούμενα από την ξηρά ή από άλλο πλοίο
✦ σκοινί με το οποίο τραβούν τα ζώα
✦ συρόμενο άλογο
✦ δοχείο στο οποίο διατηρείται ζεστό νερό για την παρασκευή καφέ: κατέβηκε στο μαγαζί, έβαλε φωτιά κάτ’ από το γεντέκι (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–