γεννητσαρούδι
Προφορά
Ετυμολογία
γεννητσαρούδι γεννητάρι + υποκοριστικό κατάλ. -ούδι
Ερμηνεία
γεννητσαρούδι
✦ το νεογέννητο, το βρέφος: διάβασε στο γεννηταρούδι την ευκή, το σταύρωσε και το θύμιασε (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–