γεννοβόλι
Προφορά
Ετυμολογία
γεννοβόλι γεννοβολώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γεννοβόλι
✦ η συχνή γέννηση απογόνων, το γεννοβόλημα: και μουνουχίστε τους πιο νιους, εσείς παπάδες, το γεννοβόλι για να πάψει ετούτ’ η φάρα (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–