βολεύω
Προφορά
Ετυμολογία
βολεύω ευβολεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βολεύω
✦ τακτοποιώ αντικείμενα σε μικρό χώρο: πού να τα βολέψω όλα αυτά τα βιβλία;
✦ κατορθώνω κάτι δύσκολο
✦ κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή
✦ εξασφαλίζω σε κάποιον τα μέσα της ζωής: τον βόλεψε κάποιος θείος του
✦ φρ. τα βολεύω, κατορθώνω με δυσκολία να αντεπεξέλθω στις ανάγκες μου: μικρός ο μισθός του και κάνει αιματηρές οικονομίες για να τα βολέψει κάθε μήνα – τα βολεύω με κάποιον, καταλήγω σε συμφωνία, συμβιβάζομαι: τα βόλεψε με τους συγγενείς του – τη βόλεψα, βρέθηκε λύση για τα προβλήματά μου, τακτοποιήθηκα: από τότε που τη βόλεψε στο δημόσιο, σταμάτησε να γκρινιάζει
✦ (μέσ.) βολεύομαι, τακτοποιούμαι, βρίσκω την άνεσή μου: δε βολεύομαι σ’ αυτό το κάθισμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–