βολιστικός


βολιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
βολιστικός μεταγενέστερη ελληνική βολιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βολιστικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βόλιση
✦ αυτός με τον οποίο γίνεται βόλιση: βολιστική μηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.