βολβός


βολβός
Προφορά

Ετυμολογία
βολβός αρχαία ελληνική βολβός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βολβός

✦ υπόγειος βλαστός, αποστρογγυλεμένος που περιβάλλεται από πολλά σαρκώδη και μεμβρανώδη φύλλα
✦ (ανατομ.) ονομασία σφαιροειδούς οργάνου ή μέρους οργάνου του σώματος ανθρώπων και ζώων: βολβός του οφθαλμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.