βοή
Προφορά
Ετυμολογία
βοή αρχαία ελληνική βοή
Ερμηνεία
βοή
✦ δυνατή φωνή, κραυγή
✦ συγκεχυμένος θόρυβος, βουητό: βουΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βουή (Γ. Βιζυηνός)
✦ οχλοβοή
✦ φρ. διά βοής, για εκλογή, ψήφιση κτλ. από σώμα του οποίου τα μέλη εκφράζουν εν χορώ τη θετική ή αρνητική ψήφο τους: ο αρχηγός εκλέγεται διά βοής και όχι με μυστική ψηφοφορία (Ελευθεροτυπία)
✦ ρόχθος, παφλασμός
✦ κακή φήμη
Συνώνυμα
βόμβος, βουητό, τύρβη
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–