βλάψιμο


βλάψιμο
Προφορά

Ετυμολογία
βλάψιμο βλάπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βλάψιμο

✦ ελάττωμα, βλάβη, σωματικό ή ηθικό μειονέκτημα: να ζήσουν τα παιδάκια μας, να ‘χουνε καλή τύχη και να μη ιδούνε, Φωτεινέ, βλάψιμο σ’ ένα νύχι (Α. Βαλαωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.