βλέπω
Προφορά
Ετυμολογία
βλέπω αρχαία ελληνική βλέπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βλέπω
✦ έχω την αίσθηση της οράσεως: δεν βλέπω καλά μ’ αυτά τα γυαλιά
✦ κοιτάζω, θωρώ: βλέπω τη θάλασσα – το βουνό – τον ήλιο
✦ στρέφω το βλέμμα
✦ κατανοώ, καταλαβαίνω: αν εσύ φύγεις, δεν βλέπω ποιος θα σε αντικαταστήσει
✦ προσέχω, επιτηρώ
✦ εξετάζω, ερευνώ
✦ (για άψυχα) είμαι στραμμένος προς ορισμένο σημείο: ο κήπος βλέπει στη θάλασσα
✦ φρ. είδα κι απόειδα, για κάποιον που ενεργεί μετά από μεγάλη αναμονή – είδα κι έπαθα, βασανίστηκα, κατακουράστηκα – βλέπω τον ουρανό σφοντύλι, ζαλίζομαι από χτύπημα ή δυσάρεστη είδηση – βλέπω άσπρη μέρα κ. βλέπω θεού πρόσωπο, επιτέλους ησυχάζω, ευημερώ – τα βλέπω ρόδινα, αισιοδοξώ – τα βλέπω μαύρα, είμαι απαισιόδοξος – βλέπω με καλό μάτι, ευνοώ, υποβοηθώ – βλέπω φως, αρχίζω να αισιοδοξώ – βλέπω το φως (της δημοσιότητας), δημοσιεύομαι, κυκλοφορώ: είδαν αργότερα το φως λίγα μικρά αποσπάσματα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–