βενεδικτίνη


βενεδικτίνη
Προφορά

Ετυμολογία
βενεδικτίνη └γαλλ┘ bénédictine

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βενεδικτίνη

✦ είδος γαλλικού λικέρ, που παρασκευάζεται από τους Βενεδικτίνους μοναχούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.