βεγγαλικά


βεγγαλικά
Προφορά

Ετυμολογία
βεγγαλικά όν. της ινδ. πόλης Βεγγάλη

Ερμηνεία
βεγγαλικά

✦ ουσ. είδος πυροτεχνημάτων που καίγονται με χρωματιστές φλόγες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.