βαρβαρότητα
Προφορά
Ετυμολογία
βαρβαρότητα μεταγενέστερη ελληνική βαρβαρότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βαρβαρότητα
✦ έλλειψη παιδείας, βαναυσότητα, σκληρότητα: βαδίζει προς τη βαρβαρότητα μια χώρα όπου μαραίνονται οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις (Γ. Σεφέρης)
✦ βάρβαρη πράξη, ωμότητα: στη σύγκρουση έγιναν ένα σωρό βαρβαρότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–