βάναυσος


βάναυσος
Προφορά

Ετυμολογία
βάναυσος αρχαία ελληνική βάναυσος (= σιδηρουργός)

Ερμηνεία
επίθετο┘ βάναυσος -η, -ο

✦ αγροίκος, σκαιός: βάναυση συμπεριφορά

Συνώνυμα
στυγνός, τραχύς, ωμός
Αντίθετα
αβρός, ευγενικός
Επιρρήματα
βάναυσα (Κ βαναύσως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.