βαθυ-
Προφορά
Ετυμολογία
βαθυ- από το επίθετο βαθύς
Ερμηνεία
βαθυ-
✦ ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων και δηλώνει: α) το βάθος που έχει κάποιος (βαθύρριζος), ή κ. μτφ. (βαθύνους) β) την αφθονία, με επιτατ. σημ. (βαθύπλουτος) γ) το σκούρο χρώμα (βαθυγάλανος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–