βαθύπεδο
Προφορά
Ετυμολογία
βαθύπεδο βαθύς + β΄ συνθετ. πέδον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βαθύπεδο
✦ βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
✦ πεδιάδα που βρίσκεται υψηλότερα ή και χαμηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–