βάσανος


βάσανος
Προφορά

Ετυμολογία
βάσανος αρχαία ελληνική ἡ βάσανος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βάσανος

✦ λεπτομερειακός έλεγχος για την εξακρίβωση της αλήθειας, της γνησιότητας
✦ σωματική κάκωση: κατά το σύνταγμα, απαγορεύεται η βάσανος ως ανακριτική μέθοδος

Συνώνυμα
δοκιμασία, βασανισμός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.