βάσανο


βάσανο
Προφορά

Ετυμολογία
βάσανο μεσαιωνική ελληνική βάσανον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βάσανο

✦ σωματικός ή ψυχικός πόνος
✦ ταλαιπωρία, στενοχώρια: ω, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής (Κ. Βάρναλης)
✦ (σκωπτ.) η ερωμένη (συνηθέστερα στον υποκοριστικό τύπο βασανάκι)

Συνώνυμα
τυραννία, μαρτύριο, δοκιμασία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.