αφαιρώ
Προφορά
Ετυμολογία
αφαιρώ αρχαία ελληνική ἀφαιρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφαιρώ -είς, -εί
✦ αποσπώ μέρος από σύνολο
✦ αποστερώ
✦ κλέβω
✦ (μαθημ.) κάνω αφαίρεση
✦ (μέσ.) αφαιρούμαι, αποσπώμαι από την πραγματικότητα, παθαίνω αφηρημάδα: για μια στιγμή αφαιρέθηκε και του αρπάξανε το πορτοφόλι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–