αφανίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αφανίζω αρχαία ελληνική ἀφανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφανίζω
✦ καταστρέφω εντελώς
✦ εξοντώνω: αφανίσανε όλους τους αιχμαλώτους
✦ κατασπαταλώ: αφάνισε το βιος του πατέρα του
✦ κουράζω, ταλαιπωρώ: τον αφάνισαν τα νυχτοπερπατήματα
✦ αφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω (κυριολεκτικά και μτφ.): κι όσο βαθιά νυχτώνει γύρα μου, όλα αφανίζονται σαν όνειρο (Ι. Ζερβός)
Συνώνυμα
ρημάζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–