αυτομόσχευμα


αυτομόσχευμα
Προφορά

Ετυμολογία
αυτομόσχευμα αυτός + μόσχευμα• απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου autograft

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αυτομόσχευμα

✦ ιστός ή όργανο που μεταμοσχεύεται από ένα μέρος του σώματος σε άλλο του ίδιου ατόμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.