ασωτία
Προφορά
Ετυμολογία
ασωτία αρχαία ελληνική ἀσωτία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ασωτία
✦ σπατάλη
✦ ακολασία: στης ασωτίας τα μέρη που παραπέφτω, κρούω και σαν παιδί φοβάμαι (Τέλλος Άγρας)
Συνώνυμα
ακράτεια, έκλυση
Αντίθετα
φειδώ ,εγκράτεια
Επιρρήματα
–