άσωτος


άσωτος
Προφορά

Ετυμολογία
άσωτος ἀ στερητικό + σώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ άσωτος -η, -ο

✦ ο άσωστος, που δε σώνεται, δεν τελειώνει: όμοια λύρα που χάιδευ’ η άσωτη πνοή (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
άσωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.