ασκητισμός


ασκητισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ασκητισμός ασκητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ασκητισμός

✦ η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας με καθυπόταξη των φυσικών ορμών και καταπόνηση του σώματος
(μτφ. ) ζωή στερημένη, χωρίς υλικές χαρές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.