ασκητικός
Προφορά
Ετυμολογία
ασκητικός αρχαία ελληνική ἀσκητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασκητικός -ή, -ό
✦ ο χαρακτηριστικός του ασκητή, που ταιριάζει σε ασκητή: ασκητική ζωή – σε κρίσιμες στιγμές, θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου σαν πριν ασκητικό (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ασκητικά (Κ ασκητικώς)