απολίθωμα
Προφορά
Ετυμολογία
απολίθωμα απολιθώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το απολίθωμα
✦ λείψανο ζώου ή φυτού θαμμένο και διατηρημένο σε στρώματα πετρωμάτων που σχηματίστηκαν πριν από τη δική μας γεωλογική εποχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–