απολογιέμαι
Προφορά
Ετυμολογία
απολογιέμαι αρχαία ελληνική ἀπολογοῦμαι
Ερμηνεία
απολογιέμαι
✦ -είσαι, -είται κ. απολογιέμαι κ. απολογιούμαι ρ. (απολογήθηκα) αποκρούω με λόγο την εναντίον μου κατηγορία
✦ (γεν.) απαντώ, αποκρίνομαι, δίνω λόγο για κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–