ανύποπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανύποπτος αρχαία ελληνική ἀνύποπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανύποπτος -η, -ο
✦ ο χωρίς υποψίες, που δεν του γεννήθηκαν υποψίες: έπεσε στην παγίδα, ανύποπτος
Συνώνυμα
ανυποψίαστος, ανυπόνοιαστος
Αντίθετα
υποψιασμένος, υπονοιασμένος
Επιρρήματα
ανύποπτα (Κ ανυπόπτως)