ανυπότακτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανυπότακτος μεταγενέστερη ελληνική ἀνυπότακτος
Ερμηνεία
ανυπότακτος
✦ κ. ανυπόταχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που δεν υποτάχθηκε ή δεν υποτάσσεται, ελεύθερος, ανεξάρτητος
✦ (ειδ.) ο στρατεύσιμος που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για την κατάταξή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υποταγμένος, υποτακτικός
Επιρρήματα
ανυπότακτα κ.ανυπόταχτα (Κ ανυποτάκτως)